μωσαϊκός — (I) ή, ό [μωσαϊκό] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μωσαϊκό ή που έχει μορφή και σύσταση μωσαϊκού («μωσαϊκές πλάκες»). (II) ή, ὁ (ΑΜ μωσαϊκός ή, όν [Μωυσής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μωυσή («μωσαϊκός νόμος» ο δεκάλογος, οι δέκα… … Dictionary of Greek
Mosaico — I (De Moisés, personaje bíblico.) ► adjetivo RELIGIÓN De este personaje bíblico: ■ ley mosaica. II (Del ital. mosaico < bajo lat. mosaicum < gr. museios, relativo a las musas.) ► adjetivo/ sustantivo masculino 1 ARTE, ARTES DECORATIVAS,… … Enciclopedia Universal
απόδοση — (Θρησ.).Στη λειτουργική της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, α. ονομάζεται η επανάληψη μιας γιορτής μετά από οκτώ μέρες. Η α. γίνεται για τις μεγάλες δεσποτικές και θεομητορικές γιορτές (Χριστούγεννα, Θεοφάνια, Πάσχα κλπ.). Το έθιμο αυτό έχει τις ρίζες … Dictionary of Greek
καραβάνι — Ομαδική πορεία, κυρίως μεταναστών, προσκυνητών ή εμπόρων, η οποία συνήθως πραγματοποιείται με καμήλες, υποζύγια ή τροχοφόρα. Η λέξη κ. προέρχεται από την περσική λέξη κερβάν, που χαρακτήριζε αρχικά τις νομαδικές φυλές, είτε αυτές μετακινούνταν… … Dictionary of Greek
νομοθεσία — Στην πλατιά του έννοια, ο όρος αυτός σημαίνει το σύνολο των γραπτών νομικών κανόνων μιας χώρας. Σε γενικότερη εκδοχή σημαίνει και το σύνολο των κανονιστικών πράξεων του κράτους, που έχουν ίση ή ανάλογη δύναμη με τον νόμο ή και ένας ιδιαίτερος… … Dictionary of Greek
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
ψηφιδωτός — ή, ό, Ν 1. κατασκευασμένος με ψηφίδες, μωσαϊκός 2. το ουδ. ως ουσ. το ψηφιδωτό παράσταση σε δάπεδο ή σε τοίχο ή σε οροφή, με τη συναρμολόγηση και τη συγκόλληση ποικιλόχρωμων ψηφίδων, αλλ. ψηφοθέτημα ή μωσαϊκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίδα + κατάλ. ωτός… … Dictionary of Greek
ιουδαϊσμός — ο η ιουδαϊκή θρησκεία και ιδίως ο μωσαϊκός νόμος και τα τελετουργικά των Ιουδαίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
mosaico — mosaico1, ca (Del gr. Μωσαϊκός). 1. adj. Perteneciente o relativo a Moisés, personaje bíblico. 2. Arq. Se dice de la columna salomónica. mosaico2, ca (Del b. lat. mosaĭcum [opus], [obra] relativa a las Musas, artística). 1 … Diccionario de la lengua española
ВИЗАНТИЙСКАЯ ИМПЕРИЯ. ЧАСТЬ II — Право и Церковь Рецепция римского права в Византии. Понятие византийского права Правовая культура В. и. с начала ее истории вплоть до падения К поля была основана на рецепции классического римского права. Источники рим. права подразделялись на… … Православная энциклопедия